- κατάρριψη
- ηκαταγκρέμισμα, υπέρβαση: Ενδιαφέρονται μόνο για κατάρριψη ρεκόρ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάρριψη — η (Α κατάρριψις) [καταρρίπτω] νεοελλ. η κατεδάφιση, το γκρέμισμα 2. το να ρίχνει κάποιος κάτι κάτω («η κατάρριψη τού εχθρικού αεροπλάνου») 3. η υπέρβαση, το ξεπέρασμα («η κατάρριψη τού παγκόσμιου ρεκόρ») αρχ. η ανατροπή, η κατάλυση … Dictionary of Greek
καταρρίψῃ — καταρρί̱ψῃ , καταρρίπτω throw down aor subj mid 2nd sg καταρρί̱ψῃ , καταρρίπτω throw down aor subj act 3rd sg καταρρί̱ψῃ , καταρρίπτω throw down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
έρειψις — ἔρειψις, ἡ (Α) [ερείπω] η μεταβολή σε ερείπια, η κατάρριψη, το γκρέμισμα … Dictionary of Greek
έρριψις — ἔρριψις, ἡ (Α) [ενρίπτω] η κατάρριψη, η κατάπτωση … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
ξετίναγμα — το [ξετινάζω] 1. ισχυρό τίναγμα ενός πράγματος προκειμένου να φύγει από πάνω του η σκόνη 2. μτφ. α) πρόκληση μεγάλης οικονομικής ζημιάς β) η απώλεια τής περιουσίας κάποιου γ) η απογύμνωση κάποιου από τα επιχειρήματα που προβάλλει, η κατάρριψη με… … Dictionary of Greek
πολιορκητικός — ή, ό / πολιορκητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολιορκώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιορκία («ταῖς πολιορκητικαῑς ἐπινοίαις καὶ βίαις χρησάμενοι», Πολ.) 2. αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή πολιορκίας («πολιορκητικές μηχανές» μηχανικές… … Dictionary of Greek
τίναγμα — το, ΝΜΑ [τινάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τινάζω νεοελλ. 1. έντονη και γρήγορη ανακίνηση χαλιού, σεντονιού για την αποτίναξη τής σκόνης, ξεσκόνισμα 2. απότομη και βίαιη αναπήδηση, τράνταγμα, κραδασμός («τα τινάγματα και τα απότομα… … Dictionary of Greek
τινάχτης — και τιναχτής και τσιναχτής, ο, Ν [τινάζω] 1. (ο τ. τινάχτης) ο πυρετός τής ελονοσίας, επειδή προκαλεί ρίγη στον άρρωστο, δηλαδή σπασμώδεις κινήσεις, τινάγματα 2. (ο τ. τιναχτής) ειδικός εργάτης για το τίναγμα τών δένδρων, την κατάρριψη τών καρπών … Dictionary of Greek